Κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση
Φυσιολογικά, τα ούρα μεταφέρονται από τους νεφρούς διαμέσου των ουρητήρων στην ουροδόχο κύστη και από εκεί στο εξωτερικό περιβάλλον. Ένας βαλβιδικός μηχανισμός που υπάρχει στο σημείο όπου ο ουρητήρας μπαίνει στην κύστη εμποδίζει την επιστροφή των ούρων προς τους ουρητήρες κατά τη διάρκεια της ούρησης. Η ύπαρξη κάποιας δυσλειτουργίας του μηχανισμού αυτού έχει ως αποτέλεσμα την αντίστροφη ροή των ούρων από την κύστη στους νεφρούς και λέγεται κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση (ΚΟΠ). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τυχόν μικρόβια που μπορεί να υπάρχουν στα ούρα της ουροδόχου κύστεως να φτάνουν στο νεφρό, οδηγώντας έτσι σε λοιμώξεις (πυελονεφρίτιδες), δημιουργία ουλών και καταστροφή τους (χρόνια νεφρική νόσος). Παλινδρόμηση μπορεί να εμφανιστεί στον ένα ή και στους δύο ουρητήρες.
Υπάρχουν 2 τύποι ΚΟΠ. Ο πρωτοπαθής υπάρχει από τη γέννηση και οφείλεται σε ελαττωματική ανάπτυξη των ουρητήρων. Είναι ο πιο συχνός τύπος και συνήθως διαπιστώνεται σε μικρό χρονικό διάστημα από την γέννηση ή ακόμη και πριν τη γέννηση (υπέρηχοι εμβρύου). Αποτελεί το συχνότερο γενετικό πρόβλημα του ουροποιητικού συστήματος. Μάλιστα έχει παρατηρηθεί ότι το 45% περίπου των παιδιών που έχουν αδερφό ή γονέα με ΚΟΠ εμφανίζει το πρόβλημα γι’ αυτό θα πρέπει να ελέγχονται πριν ή σύντομα μετά τη γέννηση, ακόμη και αν δεν έχουν εμφανίσει καμία λοίμωξη του ουροποιητικού. Ο δευτεροπαθής συμβαίνει σε οποιαδήποτε ηλικία, όταν ένα εμπόδιο στην κύστη ή στην ουρήθρα οδηγεί στην παλινδρόμηση των ούρων στους νεφρούς, όπως είναι μία επέμβαση, ένα ατύχημα ή μία προηγούμενη λοίμωξη που μπορεί να αυξήσει την πίεση στην κύστη ή τους ουρητήρες.
Τα συνήθη συμπτώματα που βάζουν την υποψία της ΚΟΠ είναι:
- λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος. Το 1/3 περίπου των παιδιών με ουρολοίμωξη έχει ΚΟΠ. Τα συμπτώματα της ουρολοίμωξης είναι πυρετός, πόνος ή κάψιμο κατά την ούρηση, συχνουρία και αίσθηση ότι η κύστη δεν αδειάζει. Ένας πυρετός χωρίς εμφανή αιτία σε παιδιά πρέπει να θέτει την υπόνοια της ουρολοίμωξης,
- δυσκολία στην αύξηση του σωματικού βάρους. Τα παιδιά με ΚΟΠ συνήθως είναι μικρόσωμα για την ηλικία τους και
- δυσκολία στην εκπαίδευση των παιδιών σχετικά με την απεξάρτησή τους από τα πάμπερς (toilet training).
Η διερεύνηση της ΚΟΠ συνήθως αρχίζει μετά από ένα επεισόδιο λοίμωξης του ουροποιητικού συστήματος, το οποίο έχει επιβεβαιωθεί με θετική καλλιέργεια ούρων. Η εξέταση που βάζει τη διάγνωση της ΚΟΠ είναι η εκκριτική (κατά την ούρηση) κυστεο-ουρηθρογραφία. Είναι μία ακτινολογική εξέταση όπου διαμέσου ενός καθετήρα που εισάγεται από την ουρήθρα, γεμίζει ο ακτινολόγος με τον ουρολόγο την άδεια ουροδόχο κύστη με σκιαγραφικό υγρό και με λήψη ακτινογραφιών, βλέπουν κατά πόσο αυτό μένει στην κύστη ή επιστρέφει προς τους νεφρούς κατά τη διάρκεια της ούρησης. Η ΚΟΠ ταξινομείται σε 5 στάδια, ανάλογα με το βαθμό επιστροφής των ούρων στους νεφρούς. Μία άλλη εξέταση που επίσης παρέχει σχετικές πληροφορίες είναι οι υπέρηχοι των νεφρών και της ουροδόχου κύστεως, όπου φαίνεται το σχήμα και μέγεθος των νεφρών και αν υπάρχουν βλάβες που συνηγορούν με σοβαρού βαθμού ΚΟΠ λ.χ. ουλές, υδρονέφρωση (διάταση του νεφρού).
Η θεραπεία εξαρτάται από την ηλικία, τη γενικότερη κατάσταση του παιδιού και τη σοβαρότητα της ΚΟΠ, με σκοπό την πρόληψη των λοιμώξεων που οδηγούν σε ουλές και νεφρική βλάβη. Ήπιες μορφές παλινδρόμησης όπως I, II και μερικές φορές και III βαθμού, χωρίς ευρήματα από τους νεφρούς αντιμετωπίζονται συντηρητικά με προφυλακτική χορήγηση μικρών δόσεων αντιβιοτικών και συνεχή παρακολούθηση, αφού το πρόβλημα στο 80% των περιπτώσεων αποκαθίσταται με την πάροδο της ηλικίας. Τα συνήθη αντιβιοτικά που χρησιμοποιούνται και έχουν τις λιγότερες παρενέργειες είναι αμοξυκιλλίνη, ειδικά αν το παιδί είναι κάτω από 2 μηνών, κεφαλοσπορίνη, τριμεθοπρίμη-σουλφαμεθοξαζόλη και νιτροφουραντοΐνη. Πρέπει να τονιστεί ότι τα αντιβιοτικά δεν αποτελούν θεραπεία της παλινδρόμησης, απλά προστατεύουν από τις ουρολοιμώξεις και τις επακόλουθες βλάβες των νεφρών, δίνοντας έτσι χρόνο στο παιδί να λύσει το πρόβλημα, καθώς αναπτύσσεται. Παράλληλα με τη λήψη αντιβιοτικών πρέπει να γίνονται καλλιέργειες ούρων κάθε 2-3 μήνες ή όποτε υπάρχουν συμπτώματα και εκκριτική κυστεο-ουρηθρογραφία και υπέρηχοι κάθε χρόνο μέχρι να λυθεί το πρόβλημα.
Σοβαρότερες μορφές παλινδρόμησης (IV, V βαθμού), σε εμφάνιση λοιμώξεων του ουροποιητικού παρά τη λήψη αντιβιοτικών, σε αδυναμία λήψης αντιβιοτικών και σε παραμονή του προβλήματος παρά την ανάπτυξη του παιδιού (όταν πλησιάζει στην εφηβεία), η αντιμετώπιση είναι χειρουργική. Η επανεμφύτευση των ουρητήρων είναι η συνηθέστερη μέθοδος, με ποσοστά επιτυχίας που αγγίζουν το 95%. Εναλλακτικές μέθοδοι είναι η λαπαροσκοπική διόρθωση της παλινδρόμησης, καθώς και η ενδοσκοπική τοποθέτηση συνθετικής ουσίας (πρόθεσης) στο κυστικό άκρο του ουρητήρα που εμφανίζει πρόβλημα, ώστε να ενισχυθεί το μυικό τοίχωμα της κυστεοουρητηρικής συμβολής, θεωρούνται όμως λιγότερο αποτελεσματικές.
Οι συνηθέστερες επιπλοκές που συμβαίνουν στο 1-2% των ασθενών είναι η απόφραξη των ουρητήρων ή η εμμένουσα παλινδρόμηση που μπορεί να βελτιωθούν με τον χρόνο ή να χρειαστεί νέα επέμβαση. Επιπλέον μπορεί να υπάρξει αιμορραγία, λοίμωξη και σπασμός της κύστεως μετά την επέμβαση, που βελτιώνεται μετά από 2-3 εβδομάδες. Μετά την επέμβαση ο ασθενής συνεχίζει την προφυλακτική λήψη αντιβιοτικών μέχρι να επιβεβαιωθεί με κυστεο- ουρηθρογραφία η επίλυση του προβλήματος.
Ποια είναι όμως η παραπέρα παρακολούθηση ενός παιδιού με ΚΟΠ που θεραπεύτηκε, είτε συντηρητικά, είτε χειρουργικά; Θα πρέπει να έχει παρακολούθηση για το υπόλοιπο της ζωής του, αφού ο κίνδυνος της δυσλειτουργίας των νεφρών, της αρτηριακής υπέρτασης και των προβλημάτων που σχετίζονται με την εγκυμοσύνη εξακολουθεί να υπάρχει, ειδικά αν υπήρχαν βλάβες στο νεφρό (λ.χ. ουλές) πριν τη θεραπεία, αφού αυτές δεν θεραπεύονται. Ο παιδίατρος πρέπει να παρακολουθεί την ανάπτυξη του παιδιού, την αρτηριακή του πίεση, τη νεφρική λειτουργία μέσω του υπολογισμού της κάθαρσης της κρεατινίνης και το μέγεθος των νεφρών με υπερήχους τουλάχιστον 1 φορά το χρόνο, ώστε σε περίπτωση προβλήματος να υπάρχει έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση. Τέλος οι γυναίκες με ιστορικό ΚΟΠ πρέπει κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης να έχουν εντατικότερη παρακολούθηση.